σουλφουρωμένος

σουλφουρωμένος
-η, -ο, Ν
φρ. «σουλφουρωμένα έλαια»
χημ. συνοπτική ονομασία προϊόντων που λαμβάνονται κατά την κατεργασία ελαίων φυσικής ή φυτικής προέλευσης με πυκνό θειικό οξύ, ακολουθούμενη από απομάκρυνση τής περίσσειας τού οξέος με διαλύματα καυστικών αλκαλίων και έκπλυση, προϊόντων που χρησιμοποιούνται στη χαρτοποιία, στην υφαντουργία, για την παραγωγή λιπαντικών μέσων κ.ά. εφαρμογές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”